Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχιόλι το [vraxóli] Ο44 : 1. κόσμημα συνήθ. κυκλικού σχήματος που φοριέται κυρίως στο χέρι: Xρυσό / ασημένιο ~. Είχε σκεπασμένα τα χέρια της με χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια. ΦΡ χρυσό ~, το πτυχίο για τη γυναίκα, ως μέσο που την εξασφαλίζει επαγγελματικά, οικονομικά. 2. μετάλλινος πλατύς δακτύλιος που συνδέει ή συγκρατεί δύο τμήματα ενός συνόλου (ράβδου, όπλου, μηχανήματος κτλ.). 3. (μτφ., πληθ., προφ.) οι χειροπέδες: Συνέλαβαν τον κακοποιό και του πέρασαν τα βραχιόλια.
βραχιολάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. βραχιόλι(ον) < ελνστ. βραχιάλιον ( [a > o] από επίδρ. του ελνστ. βραχιόνιον, ίδ. σημ.) < λατ. bracchial(e) -ιον]