Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρατσέρα
1 εγγραφή
μπρατσέρα η [bratséra] & βρατσέρα η [vratséra] Ο25α : ιστιοφόρο με δύο κατάρτια και δύο πανιά σε σχήμα τραπεζίου.

[βεν. brazzera· λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες