Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραστερός
1 εγγραφή
βραστερός -ή -ό [vrasterós] Ε1 : (συνήθ. για όσπρια) που βράζει εύκολα: Bραστερά φασόλια / φακές.

[βρασ- (βράζω) -τερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες