Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρασμός
1 εγγραφή
βρασμός ο [vrazmós] Ο17 : (λόγ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βρά ζω. || (φυσ.) το φαινόμενο που συνοδεύει τη μετάβαση ενός υγρού σε κατάσταση αερίου: H θερμοκρασία βρασμού για κάθε υγρό εξαρτάται και από την ατμοσφαιρική πίεση. Σημείο βρασμού, η θερμοκρασία κατά την οποία αρχίζει να βράζει ένα υγρό. 2. (μτφ.) ψυχική ένταση, ταραχή: ~ ψυχικής ορμής, ψυχική ταραχή που υπό την επήρειά της αποφασίζεται και τελείται το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. ΦΡ εν βρασμώ ψυχής, για πράξεις που γίνονται υπό το κράτος μεγάλης ψυχικής αναταραχής: Mην τον παρεξηγείς, όσα έκανε, τα έκανε εν βρασμώ ψυχής.

[λόγ. < ελνστ. βρασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες