Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραζιλιάνικος
1 εγγραφή
βραζιλιάνικος -η -ο [vrazilánikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bραζιλία ή στους Bραζιλιάνους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Bραζιλιάνικη κυβέρνηση / σημαία / οικονομία. || (ως ουσ.) η βραζιλιάνικη, τα βραζιλιάνικα, η πορτογαλική γλώσσα, όπως μιλιέται στη Bραζιλία.

[Bραζιλιάν(ος) -ικος < Bραζιλ(ία) -ιάνος < πορτογαλ. Brazil -ία (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες