Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούβαλος
1 εγγραφή
βούβαλος ο [vúvalos] Ο20 θηλ. βουβάλα [vuvála] Ο25 : 1. βουβάλι. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο: α. ογκώδη, δυσκίνητο. β. αργόστροφο, αναίσθητο.

[ελνστ. βούβαλος, αρχ. σημ.: `αφρικανική αντιλόπη΄· βούβαλ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες