Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουτηχτής
1 εγγραφή
βουτηχτής ο [vutixtís] Ο9 : (λαϊκότρ.) ο δύτης (κυρ. χωρίς σκάφανδρο).

[βουτηκ- (βουτάω) -τής με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες