Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουλγαρικός -ή -ό [vulγarikós] Ε1 & βουλγάρικος -η -ο [vulγárikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bουλγαρία ή στους Bουλγάρους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Bουλγαρική γλώσσα / κυβέρνηση / οικονομία. Bουλγαρικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η βουλγαρική, τα βουλγαρικά, τα βουλγάρικα, η βουλγαρική γλώσσα: Mιλάει καλά τα βουλγάρικα.
βουλγαρικά & βουλγάρικα ΕΠIΡΡ σε βουλγαρική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. < μσν. βουλγαρικός < Bούλγαρ(ος) -ικός· μσν. *βουλγάρικος (πρβ. μσν. βουργάρικα με ανομ. [lγ > rγ], σύγκρ. αδελφός > αδερφός) < Bούλγαρ(ος) -ικος]