Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουερός -ή -ό [vuerós] & βοερός -ή -ό [voerós] Ε1 : που παράγει, εκπέμπει ισχυρή βοή: Bουερό ποτάμι. Tο πλήθος ξεχύθηκε βουερό στους δρόμους.
[βου(ή), βο(ή) -ερός]