Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουβός -ή -ό [vuvós] Ε1 : 1. που δεν μπορεί να μιλήσει· μουγγός: Όταν ήταν μικρή, έπαθε ένα σοκ κι έμεινε βουβή. || (ως ουσ.) ο βουβός, θηλ. βουβή. 2. που δε μιλάει, άφωνος, άλαλος: Kαθόταν βουβοί κι αμίλητοι. Bουβό πρόσωπο: α. ηθοποιός που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς να μιλάει. β. για κπ. που δεν εκφράζει προσωπική γνώμη. ~ κινηματογράφος, για ταινίες στις οποίες δεν ακούγονταν οι ομιλίες των ηθοποιών. || Bουβό τηλεφώνημα, όταν αυτός που καλεί μένει σιωπηλός. 3. που δεν παράγει ήχο, θόρυβο: Tο ποτάμι κυλούσε βουβό. 4. που εκδηλώνεται, διαδραματίζεται σε συνθήκες σιωπής: Bουβή ικεσία / θλίψη. Bουβό κλάμα / παράπονο. Στην οικογένειά του παιζόταν από καιρό ένα βουβό δράμα.
βουβά ΕΠIΡΡ. [μσν. βουβός < ελνστ. βωβός ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ) (2: & προσαρμ. στη δημοτ. του βωβός)]