Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουβωνικός -ή -ό [vuvonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους βουβώνες: Bουβωνική χώρα, οι βουβώνες. Bουβωνική πανώλη. Bουβωνική κήλη, η βουβωνοκήλη.
[λόγ. < ελνστ. βουβωνικός]