Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουβάλι το [vuváli] Ο44 : 1. βοοειδές με πολύ μεγάλα κέρατα: Aγέλη βουβαλιών. Kρέας / γάλα βουβαλιού. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο: α. ογκώδη, δυσκίνητο. β. αργόστροφο, αναίσθητο.
βουβαλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. βουβάλι(ον) υποκορ. του ελνστ. βούβαλ(ος) (στη νέα σημ.) -ιον < αρχ. βούβαλος `αφρικανική αντιλόπη΄]
- βουβαλίσιος -α -ο [vuvalísxos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται σε βουβάλι ή που προέρχεται από αυτό: Bουβαλίσια κέρατα. Bουβαλίσιο κρέας / γάλα.
[βουβάλ(ι) -ίσιος]