Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοσνιακός
1 εγγραφή
βοσνιακός -ή -ό [vosniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bοσνία ή στους Bοσνίους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Bοσνιακή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Bοσνιακά προϊόντα.

[λόγ. Bοσνί(α) -ακός < γαλλ. Bosn(ie) -ία (από τα σλαβ.) (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες