Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοσκός
1 εγγραφή
βοσκός ο [voskós] Ο17 : αυτός που ασχολείται με τη βόσκηση ζώων (ιδ. βοοειδών και αιγοπροβάτων), που τα οδηγεί στη βοσκή και τα επιτηρεί ενώ βόσκουν· ποιμένας, τσομπάνος.

[αρχ. βοσκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες