Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βορειο- [vorio] : το επίθ. βόρειος ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. ANT νοτιο-. α. σε παρατακτικά σύνθετα με β' συνθετικό επίθετο που δηλώνει σημείο του ορίζοντα: ~ανατολικός, ~δυτικός. β. σε προσδιοριστικά σύνθετα: ~αμερικανικός, ~ηπειρωτικός.
[λόγ. θ. του επιθ. βόρει(ος) -ο- ως α' συνθ., μτφρδ. αγγλ. north-: βορειο-ανατολικός < αγγλ. northeast]