Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βορειοατλαντικός -ή -ό [vorioatlandikós] Ε1 : Bορειοατλαντικό σύμφωνο / βορειοατλαντική συμμαχία, στρατιωτική και πολιτική συμμαχία, το NATΟ.
[λόγ. βορειο- + ατλαντικός μτφρδ. αγγλ. North Atlantic]