Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βορά η [vorá] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) 1. τροφή, λεία σαρκοφάγων ζώων: Tα πτώματα έγιναν ~ των σκυλιών. 2. (μτφ.) αντικείμενο που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου: Tο δημόσιο χρήμα έγινε ~ κερδοσκόπων και κομπιναδόρων.
[λόγ. < αρχ. βορά]
- βόρακας ο [vórakas] Ο5 : (χημ.) άχρωμο στερεό κρυσταλλικό σώμα που χρησιμοποιείται ως μέσο καθαρισμού και ως αντισηπτικό· βορικό νάτριο.
[λόγ. βόρ(αξ) -ακας < γαλλ. borax (< αραβ. < περσ.) με μετακ. τόνου κατά τα άλλα “τριτόκλιτα” σε -αξ]