Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοναπαρτισμός
1 εγγραφή
βοναπαρτισμός ο [vonapartizmós] Ο17 : αυταρχική εξουσία, τυπικά νόμιμη και συγκεντρωμένη σε ένα πρόσωπο.

[λόγ. < γαλλ. bonapartisme < Bonapart(e) = Βοναπάρ(της) (επών. του Ναπολέοντα) -isme = -ισμός (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες