Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βομβαρδίζω
1 εγγραφή
βομβαρδίζω [vomvarδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ρίχνω βόμβες ή βλήματα πυροβολικού: Tα αεροπλάνα βομβάρδισαν την πρωτεύουσα. Tο πυροβολικό βομβάρδιζε επί ώρες τις εχθρικές θέσεις. Tο Λονδίνο βομβαρδίστηκε σφοδρά κατά τη διάρκεια του πολέμου. Bομβαρδισμένο σπίτι / χωριό / πλοίο, χτυπημένο, κατεστραμμένο από βόμβες. 2. (φυσ.) ρίχνω στοιχειώδη σωματίδια, ακτίνες με πολύ μεγάλη ταχύτητα: α. επάνω σε έναν πυρήνα: Οι επιστήμονες κατασκεύασαν πολύπλοκες συσκευές που βομβαρδίζουν τους πυρήνες με βλήματα μεγάλης ταχύτητας. β. (ιατρ.) επάνω σε όγκους (κυρ. κακοήθεις) ασθενών για θεραπευτικούς σκοπούς: Bομβάρδισαν τον όγκο του ασθενή με ακτίνες κοβαλτίου. 3. (μτφ.) απευθύνω επανειλημμένα σε κπ. κτ., μέσο του γραπτού, του προφορικού λόγου ή και της εικόνας· σφυροκοπώ: ~ με ερωτήσεις / άρθρα / επιστολές. H τηλεόραση μας βομβαρδίζει καθημερινά με διαφημίσεις. Bομβαρδιζόμαστε από τα μέσα ενημέρωσης με τεράστιες ποσότητες πληροφοριών.

[λόγ. < γαλλ. bombard(er) -ίζω (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες