Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βολοδέρνω [voloδérno] Ρ αόρ. βολόδειρα, απαρέμφ. βολοδείρει : υποβάλλομαι σε ταλαιπωρίες, κακουχίες, βάσανα, δεινοπαθώ: Bολοδέρνει όλη μέρα για το μεροκάματο. || περιπλανιέμαι: Bολόδερνε είκοσι χρόνια στην ξενιτιά.
[σλαβ. vol `βόδι΄ + der `γδέρνω΄ (για γδάρτες βοδιών που περιφέρονταν από τόπο σε τόπο) παρετυμ. βόλ(ος) -ο- + δέρνω]