Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολιδοσκόπηση
1 εγγραφή
βολιδοσκόπηση η [voliδoskópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βολιδοσκοπώ. 1. εξέταση, διερεύνηση (μιας κατάστασης, μιας υπόθεσης) με σκοπό το σχηματισμό όσο το δυνατό πληρέστερης εικόνας, πριν τη λήψη αποφάσεων ή την έναρξη ενεργειών: Οι βολιδοσκοπήσεις για την έναρξη συνομιλιών, δεν απέδωσαν αποτελέσματα. 2. μέτρηση, εξέταση του βυθού της θάλασσας με βολίδα.

[λόγ. βολιδοσκοπη- (βολιδοσκοπώ) -σις > -ση απόδ. γαλλ. sondage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες