Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολιδοσκοπώ
1 εγγραφή
βολιδοσκοπώ [voliδoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εξετάζω, διερευνώ (μια κατάσταση, μια υπόθεση) για να σχηματίσω όσο το δυνατό πληρέστερη εικόνα, πριν πάρω αποφάσεις ή πριν προβώ σε ενέργειες: Bολιδοσκόπησα την κατάσταση κι αποφάσισα να προχωρήσω. || (ειδικότ. για πρόσ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις προθέσεις κάποιου χωρίς να αποκαλύπτω ευθέως τις δικές μου: Tον βολιδοσκόπησαν για τη θέση του διευθυντή. 2. μετρώ, εξετάζω το βυθό της θάλασσας με βολίδα.

[λόγ. < αρχ. βολιδ- (βολίς) `βαρίδι για μέτρημα κτλ.΄ (δες στο βολίδα) -ο- + -σκοπώ απόδ. γαλλ. sonder]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες