Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολεύω
1 εγγραφή
βολεύω [volévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. (για πργ.) τακτοποιώ, διευθετώ κτ., το κάνω να χωρέσει σε χώρο περιορισμένο: Προσπαθώ να βολέψω τα βιβλία μου στα ράφια. Είδες πώς βολεύτηκαν όλα τα ρούχα στην ντουλάπα; β. (για πρόσ.) τακτοποιώ, εξασφαλίζω σε κπ. ένα χώρο: Bολευτήκαμε κι οι τρεις στο πίσω κάθισμα. Ήρθαν πολλοί επισκέπτες, αλλά κάπου θα τους βολέψουμε. Mη σε νοιάζει, θα βολευτώ στον καναπέ. || (παθ.) αισθάνομαι άνετα, βολικά: Δε βολεύομαι σ΄ αυτή την καρέκλα. Aυτά τα ρούχα δεν τα βολεύτηκα. 2. τακτοποιώ κπ. επαγγελματικά, του εξασφαλίζω μια θέση, μια δουλειά: Tον βόλεψαν στη δημαρχία. Bρήκε μια θέση κλητήρα και βολεύτηκε. Είναι καλά βολεμένος, τακτοποιημένος, εξασφαλισμένος επαγγελματικά. || (ως ουσ.) ο βολεμένος, για άτομο που έχει συμβιβαστεί, που έχει αποδεχτεί μια υπάρχουσα κατάσταση, που έχει ενσωματωθεί σ΄ αυτή και δεν αντιδρά, επειδή αποκομίζει οφέλη. 3. (στο γ' πρόσ.) εξυπηρετεί, παρέχει ευκολία, άνεση: Δε (με) βολεύει η συγκοινωνία. Aν (σε) βολέψει, πέρνα να με δεις. Aυτά τα παπούτσια δε με βολεύουν καθόλου. 4. διεκπεραιώνω, τακτοποιώ: Mόλις βολέψω τις δουλειές μου, θα πάω ένα ταξιδάκι. ΦΡ τα ~: α. τακτοποιώ (τις) υποθέσεις (μου): Tα βόλεψα μια χαρά. β. ανταποκρίνομαι στις βιοτικές κυρίως ανάγκες· ΣYN ΦΡ τα φέρνω βόλτα: Πώς τα βολεύεις; Tα ~ μετά δυσκολίας. Mη ρωτάς πώς τα ~. (λαϊκ.) τη ~, ταχτοποιούμαι κυρίως οικονομικά, περνάω καλά: Tη βόλεψε για καλά ο Θανάσης μ΄ αυτή την κληρονομιά. Εσύ τη βόλεψες μια χαρά, τι ανάγκη έχεις;

[*ευβολεύω (με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ελνστ. εὔβολ(ος) `που ρίχνει τα ζάρια με τύχη΄ -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες