Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βογκητό
1 εγγραφή
βογκητό το [vongitó] Ο38 : 1. άναρθρη φωνή που οφείλεται σε σωματικό ή ψυχικό πόνο· βόγκος: Άκουγα τα βογκητά του αρρώστου όλη τη νύχτα. 2. (μτφ.) υπόκωφη βοή: Tο ~ της θάλασσας / των κυμάτων, ρόχθος. Tο ~ του ανέμου.

[βογκ(ώ) -ητό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες