Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλοσυρότητα
1 εγγραφή
βλοσυρότητα η [vlosirótita] Ο28 : η ιδιότητα του βλοσυρού.

[λόγ. < μσν. βλοσυρότης < βλοσυρ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες