Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βλητικός -ή -ό [vlitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη βολή, ιδίως των πυροβόλων όπλων: Bλητική ικανότητα όπλου. Bλητικοί σωλήνες. Bλητικά μηχανήματα.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. βλητικόν, τό `ζώο που χτυπάει΄ σημδ. γαλλ. balistique]