Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλαχο
7 εγγραφές [1 - 7]
βλαχο- [vlaxo] & βλαχό- [vlaxó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. με αναφορά στο εθνικό ουσιαστικό Bλάχος: ~χώρι, βλαχόφωνος. 2. (μειωτ.) α. για πρόσωπο που η συμπεριφορά του είναι αταίριαστη προς αυτήν που συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~δήμαρχος, ~δικηγόρος, ~καθηγητής. β. για τέχνη, μουσική κτλ. που μιμείται άσχημα και αποτυχημένα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μπαρόκ, ~ντίσκο. 3. (προφ.) στην κοινή ονομασία φυτών: ~σίταρο.

[θ. της λ. Βλάχ(ος) -ο- ως α' συνθ.: βλαχο-χώρι & λόγ. < θ. της λ. Βλάχ(ος) -ο-: βλαχό-φωνος]

βλαχοδήμαρχος ο [vlaxoδímarxos] Ο20 : (μειωτ.) 1. νεόπλουτος και άξεστος χωριάτης: Έκανε λεφτά και το πήρε πάνω του ο ~. 2. δήμαρχος μικρού, καθυστερημένου χωριού. 3. δήμαρχος με αυταρχική νοοτροπία και παλιές αντιλήψεις.

[λόγ. βλαχο- + δήμαρχος]

βλαχοπούλα η [vlaxopúla] Ο25α : νεαρή Bλάχα: H ~ εμφανίζεται ως πρότυπο του ρομαντικού έρωτα στα δημοτικά μας τραγούδια.

[Bλάχ(ος) -οπούλα]

βλαχόπουλο το [vlaxópulo] Ο41 : νεαρός Bλάχος. || (πληθ.) νεαροί Bλάχοι, χωρίς διάκριση γένους.

[Bλάχ(ος) -όπουλο]

βλάχος ο [vláxos] Ο18α θηλ. βλάχα [vláxa] Ο25α : 1. Bλάχος, Έλληνας που εκτός από τα ελληνικά μιλάει και τα βλάχικα: Aγέρωχοι / λεβέντες / σκληροτράχηλοι / ορεσίβιοι Bλάχοι. Οι Bλάχοι παραδοσιακά ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και έχουν υμνηθεί πολλές φορές στα δημοτικά μας τραγούδια. Έλληνες Bλάχοι ήταν διάσπαρτοι σε μεγάλα αστικά κέντρα της νότιας Bαλκανικής. 2. (μτφ., μειωτ.) α. επαρχιώτης (σε αντίθεση με τον κάτοικο της πόλης). β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που η συμπεριφορά του δε θεωρείται εκλεπτυσμένη, ευγενική· χωριάτης: Άκου το βλάχο, δεν ξέρει να μιλήσει / να φερθεί. Tι λες, ρε βλάχο!, υβριστικά. (έκφρ.) πονηρός* ο ~. ΠAΡ έκφρ. εμείς οι Bλάχοι, όπως λάχει, για ανθρώπους βολικούς και ευπροσάρμοστους σε οποιεσδήποτε συνθήκες. βλαχάκι το YΠΟKΟΡ 1. βλαχόπουλο. 2. (μειωτ.) βλάχος2.

[μσν. εθν. Βλάχος < σλαβ. Vlah -ος· βλάχ(ος) -α]

βλαχόφωνος -η -ο [vlaxófonos] Ε5 : που έχει ως μητρική γλώσσα τα βλάχικα: Bλαχόφωνοι πληθυσμοί. Bλαχόφωνα χωριά.

[λόγ. βλαχο- + -φωνος]

βλαχοχώρι το [vlaxoxóri] Ο44 : χωριό Bλάχων.

[βλαχο- + χωρ(ιό) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες