Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλαστημώ
1 εγγραφή
βλαστημώ [vlastimó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. βρίζω ιδίως τα θεία και τα ιερά: Bλαστήμησε το Xριστό και την Παναγία. 2. εκστομίζω χυδαίες λέξεις ή φράσεις, βρίζω: Mου βλαστήμησαν τη μάνα και τον πατέρα. 3. καταριέμαι, αναθεματίζω: Bλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που σε γνώρισα. (έκφρ.) βλαστήμα τα, λέγεται ως έκφραση απογοήτευσης για την έκβαση μιας υπόθεσης που ήδη πήρε δυσάρεστη τροπή.

[μσν. βλασθημώ (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ) < ελνστ. βλασφημῶ, αρχ. σημ.: `μιλώ με ασέβεια για ιερά πράγματα΄ ( [f > θ] ;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες