Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλαστάρι
1 εγγραφή
βλαστάρι το [vlastári] Ο44 : 1. καινούριο και συνήθ. τρυφερό τμήμα βλαστού φυτών ή δέντρων: Kόβουν τα βλαστάρια για να δυναμώσει ο κορμός. 2. φαγώσιμος βλαστός διάφορων φυτών: Mαζεύει / τρώει βλαστάρια. 3. (μτφ.) μικρό και συνήθ. μοναδικό παιδί οικογένειας. βλασταράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. βλαστάριον υποκορ. του αρχ. βλαστ(ός) -άριον > -άρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες