Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλέφαρο
3 εγγραφές [1 - 3]
βλέφαρο το [vléfaro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ευκίνητες πτυχές (από δέρμα και μυς) που επικαλύπτουν και προφυλάσσουν τα μάτια· ματόφυλλα: Aπαλά / πρησμένα / κλειστά / ανοιχτά βλέφαρα. Είχε τα βλέφαρα κλειστά, αλλά δεν κοιμόταν. Nιώθω τα βλέφαρά μου βαριά, νυστάζω. (έκφρ.) δεν κλείνω ~, δεν κοιμάμαι: Δεν έκλεισα ~ όλη τη νύχτα. ΦΡ (λαϊκ.) ρίχνω (ένα) ~, μια ματιά: Δώσε μου την εφημερίδα να ρίξω ένα ~.

[αρχ. βλέφαρον]

βλεφαρόπτωση η [vlefaróptosi] Ο33 : (ιατρ.) χαλάρωση και πτώση του άνω βλεφάρου.

[λόγ. < γαλλ. blépharoptose < αρχ. βλέφαρο(ν) + πτῶ(σις) -ση]

βλεφαρόσπασμος ο [vlefaróspazmos] Ο20 : ακούσια σύσπαση των βλεφάρων (συνήθ. σε γέροντες ή σε νευρικά άτομα).

[λόγ. < γαλλ. blépharo spasme < αρχ. βλέφαρο(ν) + σπασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες