Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιόλα 1 η [vjóla] Ο25 : έγχορδο μουσικό όργανο, σε σχήμα και μέγεθος μεγάλου βιολιού.
[μσν. βιόλα < ιταλ. viola]
- βιόλα 2 η : γενική ονομασία φυτών, από τα οποία το γνωστότερο είναι η βιολέτα.
[ελνστ. βιόλα < λατ. viola]