Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιταμινούχος
1 εγγραφή
βιταμινούχος -α / -ος -ο [vitaminúxos] Ε14 : που είναι πλούσιος σε βιτα μίνες: Bιταμινούχες ουσίες / τροφές.

[λόγ. βιταμίν(η) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες