Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιολογικός -ή -ό [violojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται: α. στη ζωή και ιδίως στους ζωντανούς οργανισμούς: Bιολογικοί νόμοι. ~ κύκλος. (έκφρ.) βιολογικό ρολόι, στους ζωντανούς οργανισμούς, ο εσωτερικός μηχανισμός που ρυθμίζει τους βιορυθμούς χωρίς την παρουσία εμφανούς εξωτερικού ερεθίσματος. β. στη βιολογία: Bιολογικές έρευνες / μελέτες. ~ καθαρισμός / πόλεμος, που γίνεται με βιολογικά μέσα.
βιολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. biologique < biolog(ie) = βιολογ(ία) -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. βιολογικός `που αναφέρεται σε ηθοποιό΄, δες στο βιολόγος)]