Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιολετής
1 εγγραφή
βιολετής -ιά -ί [vjoletís] Ε8 & βιολετί [vjoletí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της βιολέτας, μπλε μοβ: Bιολετιά μάτια. Mια βιολετί μπλούζα.

[βιολέτ(α) -ής· βιολέτ(α) -ί 4]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες