Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιολί το [vjolí] Ο43 : 1. τετράχορδο μουσικό όργανο, μελωδικό, που παίζεται με δοξάρι: Ορχήστρα με βιολιά. Tσιγγάνικα / ουγγαρέζικα βιολιά. 2. (μτφ.) επίμονη επανάληψη λόγων ή ενεργειών, εμμονή σε ενοχλητικές συνήθειες και αντιλήψεις: Xίλιες φορές στο είπα, αλλά εσύ το ~ σου. Άρχισες πάλι το ίδιο το ~. Παράτα πια αυτό το ~. ΦΡ το ~ βιολάκι. τι ~ βαράει*; 3. (πληθ.) μικρή ορχήστρα (εγχόρδων) και οι οργανοπαίχτες που την αποτελούν: Kαλέσαμε στο τραπέζι μας τα βιολιά. Διασκεδάζαμε μέχρι το πρωί με τα βιολιά. 4. ο βιολονίστας: Είναι το πρώτο ~ στην ορχήστρα, κατέχει τη συγκεκριμένη θέση. || Είναι το πρώτο ~ στην Ελλάδα, ο καλύτερος βιολιστής. (έκφρ.) είμαι / παίζω το πρώτο ~, είμαι ο πρωταγωνιστής, ο αρχηγός, ο ηγέτης.
βιολάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. βιολί < βεν. violin, με αποβ. του τελ. συμφ.]
- βιολιστής ο [vjolistís] Ο7 : μουσικός που παίζει βιολί.
[βιολ(ί) -ιστής]
- βιολιτζής ο [vjolidzís] Ο8 : (λαϊκότρ.) λαϊκός μουσικός που παίζει βιολί. ΦΡ βαράτε βιολιτζήδες, για έκφραση πλήρους αδιαφορίας.
[βιολ(ί) -ιτζής]