Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιδωτός
1 εγγραφή
βιδωτός -ή -ό [viδotós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να συνδέεται, να στερεώνεται με βίδες ή με βίδωμα: Bιδωτό τραπέζι / κρεβάτι. Bιδωτό δόντι / καπάκι. Bιδωτή λάμπα.

[βιδώ(νω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες