Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιβλιοκριτικός
1 εγγραφή
βιβλιοκριτικός -ή -ό [vivliokritikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη βιβλιοκρισία: Bιβλιοκριτικά δημοσιεύματα / άρθρα / σημειώματα. 2. (ως ουσ.) α. ο βιβλιοκριτικός, αυτός που ως ειδικός ασχολείται με τη βιβλιοκρισία: ~ που εργάζεται σε γνωστό περιοδικό. β. η βιβλιοκριτική, η βιβλιοκρισία.

[λόγ. < γαλλ. bibliocri tique < biblio- = βιβλιο- + critique = κριτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες