Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιβλιογραφώ
1 εγγραφή
βιβλιογραφώ [vivlioγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : (σπάν.) 1. καταρτίζω βιβλιογραφικούς πίνακες. 2. περιλαμβάνω σε βιβλιογραφικούς πίνακες.

[λόγ. βιβλιογράφ(ος) -ώ (διαφ. το μσν. βιβλιογραφώ `αντιγράφω βιβλία΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες