Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιασμός ο [viazmós] Ο17 : 1. εξαναγκασμός κάποιου σε συνουσία χωρίς τη θέλησή του: Aνακαλύφτηκε ο δράστης των τελευταίων βιασμών. 2. βίαιη επέμβαση, παραβίαση: Ο ~ της θέλησης του ελληνικού λαού. Ο ~ της γλώσσας.
[λόγ.: 2: ελνστ. βιασμός, αρχ. σημ.: `βία΄· 1: σημδ. γαλλ. viol]