Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιαιότητα
1 εγγραφή
βιαιότητα η [vieótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του βίαιου: Tο φαινόμενο εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ~. || ορμητικότητα, σφοδρότητα: H ~ του ανέμου / της επίθεσης. 2. (συνήθ. πληθ.) πράξη, ενέργεια που γίνεται με τη βία: Σε συμπλοκή μεταξύ φιλάθλων διαπράχτηκαν πρωτοφανείς βιαιότητες.

[λόγ. < αρχ. βιαιότης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες