Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιάση
1 εγγραφή
βιάση η [vjási] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) η βιασύνη.

[βια- (βιάζω 2, -ομαι) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες