Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βερμπαλιστικός -ή -ό [verbalistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο βερμπαλισμό, που χαρακτηρίζεται από αυτόν: Tα γραφτά του είναι γεμάτα με βερμπαλιστικές φλυαρίες.
[λόγ. βερμπαλ(ισμός) -ιστικός]