Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βερμούδα η [vermúδa] Ο26 : είδος κοντού παντελονιού που το μήκος του φτάνει λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω από το γόνατο.
[λόγ. < αγγλ. πληθ. bermuda shorts (ορθογρ. δαν.), εν. με βάση την κατάλ. -α]