Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βερίκοκο
1 εγγραφή
βερίκοκο το [veríkoko] Ο41 : στρογγυλό, σαρκώδες φρούτο με σκληρό, μεγάλο κουκούτσι και φλούδα χνουδωτή σε χρώμα πορτοκαλοκίτρινο· ο καρπός της βερικοκιάς. ΦΡ θα σου δείξω / θα σου μάθω τι θα πει / τι εστί ~, για απειλή.

[ελνστ. βερίκοκκον < αραβ. berkuk (ανάπτ. [i] ;) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες