Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεντάλια
1 εγγραφή
βεντάλια η [vendála] & βεντάγια η [vendája] Ο25α : αντικείμενο από ύφασμα ή χαρτί, σε σχήμα στρόγγυλο ή πτυσσόμενου ημικυκλίου, που μετατοπίζει τον αέρα και δροσίζει κυρίως το πρόσωπο: Aνοιχτή / κλειστή ~. ~ από φτερά. Σπανιόλικη / κινέζικη ~. Έκανε αέρα με μια ~. || Σε σχήμα βεντάλιας, που έχει σχήμα ημικυκλικό σαν ανοιχτή βεντάλια.

[ιταλ. ventaglio, ventaio (η αλλ. γένους ίσως σε ιταλ. διάλ. με βάση παλαιότ. ventaglia `άνοιγμα στο κάτω μέρος της περικεφαλαίας για την είσοδο του αέρα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες