Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βενζόλη
1 εγγραφή
βενζόλη η [venzóli] Ο30 & βενζόλιο το [venzólio] Ο40 : ανθρακούχος ένωση σε υγρή μορφή που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή νάιλον, καουτσούκ, απορρυπαντικών, χρωμάτων κτλ.

[λόγ. < γαλλ. benzol -η, -ιο(ν) (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες