Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βελόνα
2 εγγραφές [1 - 2]
βελόνα η [velóna] Ο25 : 1. λεπτό και επίμηκες αντικείμενο, μυτερό στο μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται στο ράψιμο: Περνάω την κλωστή στην τρύπα της βελόνας. Πήρε ~ και κλωστή κι άρχισε να ράβει τα κουμπιά. || ράψιμο, ραπτική: Έφαγε τα νιάτα της στη ~. || ~ ραπτομηχανής, με την τρύπα κοντά στη μύτη. || Bελόνες πλεξίματος, μακρύτερες και πιο χοντρές, χωρίς τρύπα (συνήθ. μεταλλικές ή πλαστικές): Λεπτές / χοντρές βελόνες. Bελόνες νούμερο πέντε. || (στη χειρουργική) βελόνες ραφής, συνήθ. κυρτές, που χρησιμοποιούνται για το ράψιμο τραυμάτων. ΠAΡ Στραβός ~ γύρευε* μέσα σε αχυρώνα. 2. καθετί που μοιάζει με βελόνα. α. εξάρτημα σε μηχανές, συσκευές, εργαλεία: ~ του πικάπ / του κομπρεσέρ / του εργαλείου. ΦΡ κόλλησε η ~, κυρίως για λόγια που επαναλαμβανόμενα συχνά καταντούν βαρετά και ενοχλητικά. || λεπτός, μυτερός σωλήνας που προσαρμόζεται σε σύριγγα για ενέσεις. β. δείκτης σε πίνακες (κυρ. μετρητικών οργάνων): ~ του ρολογιού / του μανομέτρου / του καντράν. Όταν ο κινητήρας δε λειτουργεί, η ~ δείχνει μηδέν. || Mαγνητική ~, στην πυξίδα δείχνει το βορρά. γ. ~ πεύκου, πευκοβελόνα, το φύλλο του πεύκου. δ. Σιδηροδρομική ~, λεπτυσμένο τμήμα ράγας, όπου το τρένο αλλάζει γραμμή.

[αρχ. βελόν(η) μεταπλ. ]

βελονάκι το [velonáki] Ο44α : ειδική βελόνα με αγκυλωτή μύτη για το πλέξιμο δαντέλας ή άλλων πλεχτών· κροσέ, τσιγκελάκι: Δαντέλες πλεγμένες με ~. Kουβέρτα / κουρτίνα πλεγμένη με το ~.

[βελόν(α) -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες