Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βελέντζα
1 εγγραφή
βελέντζα η [veléndza] Ο25 : χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό με ή χωρίς φλόκια, που το χρησιμοποιούσαν ως κλινοσκέπασμα· (πρβ. φλοκάτη).

[τουρκ. velenç(e) θηλ. κατά τη λ. κουβέρτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες