Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βελάζω [velázo] Ρ2.2α : (για πρόβατα και κατσίκες) βγάζω φωνή: Tα πρόβατα έβγαιναν από τη στάνη βελάζοντας.
[μσν. βελάζω < ελνστ. ή αρχ. *βελ(ῶ) (πρβ. ελλην. διαλεκτ. νότιας Ιταλίας βελώ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. βελασ- (ηχομιμ., προφ. [be-] ), σύγκρ. αρχ. βληχή (προφ. [blε:] ) για τη φωνή των προβάτων]