Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεζιρόπουλο
1 εγγραφή
βεζιρόπουλο το [vezirópulo] Ο41 : (οικ.) νεαρός γιος βεζίρη. || (πληθ.) τα παιδιά του βεζίρη, χωρίς διάκριση γένους.

[βεζίρ(ης) -όπουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες